παρελθοντικός

παρελθοντικός
-ή, -ό
1. αυτό που ανήκει ή αναφέρεται στο παρελθόν»)
2. φρ. «παρελθονικοί χρόνοι»
γραμμ. ο παρατατικός, ο αόριστος και ο υπερσυντέλικος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”